- στροφή
- Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών.
* * *η, ΝΜΑ1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω»)2. καμπή ή διακλάδωση οδού («ο δρόμος αυτός είναι γεμάτος στροφές»)3. (στην αρχ. μετρ.) ρυθμική ενότητα τής αρχαίας ποίησης που αποτελείται από κώλα ή στίχους ή περιόδους και η οποία στο σύνθετο από συστήματα ποίημα αντιστοιχεί με μία άλλη, όμοια τεχνικώς, που αποτελεί τη ρυθμική απόδοση και επανάληψή τηςνεοελλ.1. περιστροφική κίνηση γύρω από άξονα («κάνε μια στροφή να δω το φόρεμά σου»)2. (στη μετρ.) ομάδα δύο ή περισσότερων στίχων με πλήρη ρυθμική αλλά όχι απαραίτητα και λογική ενότητα, που αποτελεί βασική μονάδα τών στιχουργικών συστημάτων και οφείλει την ονομασία της στην ολοκληρωμένη κυκλική κίνηση που πραγματοποιούσε ο χορός γύρω από την ορχήστρα τού αρχαίου θεάτρου απαγγέλλοντας τον αντίστοιχο αριθμό στίχων3. ναυτ. η αλλαγή πορείας τού πλοίου προς τα δεξιά ή αριστερά υπό την ενέργεια τού πηδαλίου τουμσν.-αρχ.απασχόληση, επάγγελμααρχ.1. περιστροφή και, κυρίως, επάνοδος που πραγματοποιείται κατά περιόδους2. μουσ. κάμψη3. ελιγμός που κάνουν οι παλαιστές για την εξαπάτηση τού αντιπάλου4. κίνηση τού χορού στην ορχήστρα, καθώς και το μέλος που τραγουδούσε ο χορός κατά την κίνηση αυτή5. (για μέταλλα) μεταλλαγή, μεταστοιχείωση6. μτφ. α) πανουργία, τέχνασμα για διαφυγή ή παραπλάνηση («δημηγόρους δ' ἤκουσεν εὐπειθεῑς στροφὰς δῆμος», Αισχύλ.)β) (για λέξη) διαστρέβλωσηγ) μεταστροφή («τὰς στροφὰς τοῡ βίου», Γρηγ. Ναζ.)7. στον πληθ. στροφαί(κατά τον Ησύχ.) «ἀστραπαί».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροφ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. στρέφω*. Η λ. στροφή δηλώνει την ενέργεια, την πράξη τού ρ. στρέφω και διακρίνεται έτσι από το αρσ. στρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.